- επιτέγγω
- ἐπιτέγγω (Α)1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το4. στάζω, χύνω από πάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επίτεγκτος — η, ο (Α ἐπίτεγκτος, ον) [επιτέγγω] βρεγμένος, νοτισμένος, μουσκεμένος νεοελλ. υδροχρωματισμένος … Dictionary of Greek
επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση … Dictionary of Greek